μπαρμπούλης
Greek
editEtymology
editμπάρμπας (bármpas, “uncle”) + -ούλης (-oúlis).
Pronunciation
editNoun
editμπαρμπούλης • (barmpoúlis) m (plural μπαρμπούληδες)
- diminutive of μπάρμπας (bármpas, “uncle”)
Declension
editDeclension of μπαρμπούλης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μπαρμπούλης • | μπαρμπούληδες • |
genitive | μπαρμπούλη • | μπαρμπούληδων • |
accusative | μπαρμπούλη • | μπαρμπούληδες • |
vocative | μπαρμπούλη • | μπαρμπούληδες • |