ξεβουλωτήρι
Greek
editNoun
editξεβουλωτήρι • (xevoulotíri) n (plural ξεβουλωτήρια)
Declension
editDeclension of ξεβουλωτήρι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ξεβουλωτήρι • | ξεβουλωτήρια • |
genitive | — | — |
accusative | ξεβουλωτήρι • | ξεβουλωτήρια • |
vocative | ξεβουλωτήρι • | ξεβουλωτήρια • |