ολομέλεια
Greek
editNoun
editολομέλεια • (oloméleia) f (plural ολομέλειες)
Declension
editDeclension of ολομέλεια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ολομέλεια • | ολομέλειες • |
genitive | ολομέλειας • | ολομελειών • |
accusative | ολομέλεια • | ολομέλειες • |
vocative | ολομέλεια • | ολομέλειες • |
Related terms
edit- ολομελής (olomelís, “plenary”)