ομοίωμα
Greek
editEtymology
editFrom Ancient Greek ὀμοίωμα (omoíōma).
Pronunciation
editNoun
editομοίωμα • (omoíoma) n (plural ομοιώματα)
Declension
editDeclension of ομοίωμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ομοίωμα • | ομοιώματα • |
genitive | ομοιώματος • | ομοιωμάτων • |
accusative | ομοίωμα • | ομοιώματα • |
vocative | ομοίωμα • | ομοιώματα • |
Synonyms
edit- see: εικόνα f (eikóna, “icon”)