οξύτονος
See also: ὀξύτονος
Greek
editEtymology
editFrom Koine Greek ὀξύτονος (oxútonos, “with a shrill sound”).
Adjective
editοξύτονος • (oxýtonos) m (feminine οξύτονη, neuter οξύτονο)
- (grammar, linguistics) oxytone, (of a word) having a stressed last syllable
Declension
editDeclension of οξύτονος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | οξύτονος • | οξύτονη • | οξύτονο • | οξύτονοι • | οξύτονες • | οξύτονα • |
genitive | οξύτονου • | οξύτονης • | οξύτονου • | οξύτονων • | οξύτονων • | οξύτονων • |
accusative | οξύτονο • | οξύτονη • | οξύτονο • | οξύτονους • | οξύτονες • | οξύτονα • |
vocative | οξύτονε • | οξύτονη • | οξύτονο • | οξύτονοι • | οξύτονες • | οξύτονα • |
See also
edit- βαρύτονος (varýtonos, “barytone”)
- παροξύτονος (paroxýtonos, “paroxytone”)
- προπαροξύτονος (proparoxýtonos, “proparoxytone”)