οποίος
See also: όποιος
Greek
editEtymology
editFrom Ancient Greek ὁποῖος (hopoîos), morphologically ο- (o-) + ποιος (poios).
Pronoun
editοποίος • (opoíos) m (feminine οποία, neuter οποίο) relative pronoun
- who, which, that
- το βιβλίο το οποίο έχετε διαβάσει
- to vivlío to opoío échete diavásei
- the book which you have read
- τα άτομα τα οποία μισούν τη βία
- ta átoma ta opoía misoún ti vía
- people who hate violence
- (interjection, without article) what, such
- Οποία έκπληξη!
- Opoía ékplixi!
- What a surprise!
Declension
editdeclension of 'οποίος'
Related terms
edit- (compare with) όποιος (ópoios, “whoever, whichever”)