οπωροπώλισσα
Greek
editEtymology
editLearnedly from οπωροπώλ(ης) (oporopól(is)) + -ισσα (-issa).[1]
Pronunciation
editNoun
editοπωροπώλισσα • (oporopólissa) f (plural οπωροπώλισσες, masculine οπωροπώλης)
- female equivalent of οπωροπώλης (oporopólis, “fruiterer, greengrocer”)
Declension
editDeclension of οπωροπώλισσα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | οπωροπώλισσα • | οπωροπώλισσες • |
genitive | οπωροπώλισσας • | οπωροπωλισσών • |
accusative | οπωροπώλισσα • | οπωροπώλισσες • |
vocative | οπωροπώλισσα • | οπωροπώλισσες • |
Synonyms
edit- μανάβισσα f (manávissa)
References
edit- ^ οπωροπώλισσα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language