παραπλανητικός
Greek
editAdjective
editπαραπλανητικός • (paraplanitikós) m (feminine παραπλανητική, neuter παραπλανητικό)
Declension
editDeclension of παραπλανητικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | παραπλανητικός • | παραπλανητική • | παραπλανητικό • | παραπλανητικοί • | παραπλανητικές • | παραπλανητικά • |
genitive | παραπλανητικού • | παραπλανητικής • | παραπλανητικού • | παραπλανητικών • | παραπλανητικών • | παραπλανητικών • |
accusative | παραπλανητικό • | παραπλανητική • | παραπλανητικό • | παραπλανητικούς • | παραπλανητικές • | παραπλανητικά • |
vocative | παραπλανητικέ • | παραπλανητική • | παραπλανητικό • | παραπλανητικοί • | παραπλανητικές • | παραπλανητικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο παραπλανητικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο παραπλανητικός, etc.) |