|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
πληκτρολογώ
|
πληκτρολογήσω
|
πληκτρολογούμαι
|
πληκτρολογηθώ
|
2 sg
|
πληκτρολογείς
|
πληκτρολογήσεις
|
πληκτρολογείσαι
|
πληκτρολογηθείς
|
3 sg
|
πληκτρολογεί
|
πληκτρολογήσει
|
πληκτρολογείται
|
πληκτρολογηθεί
|
|
1 pl
|
πληκτρολογούμε
|
πληκτρολογήσουμε, [-ομε]
|
πληκτρολογούμαστε
|
πληκτρολογηθούμε
|
2 pl
|
πληκτρολογείτε
|
πληκτρολογήσετε
|
πληκτρολογείστε
|
πληκτρολογηθείτε
|
3 pl
|
πληκτρολογούν(ε)
|
πληκτρολογήσουν(ε)
|
πληκτρολογούνται
|
πληκτρολογηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
πληκτρολογούσα
|
πληκτρολόγησα
|
[πληκτρολογούμουν(α)]
|
πληκτρολογήθηκα
|
2 sg
|
πληκτρολογούσες
|
πληκτρολόγησες
|
[πληκτρολογούσουν(α)]
|
πληκτρολογήθηκες
|
3 sg
|
πληκτρολογούσε
|
πληκτρολόγησε
|
πληκτρολογούνταν, {πληκτρολογείτο}
|
πληκτρολογήθηκε
|
|
1 pl
|
πληκτρολογούσαμε
|
πληκτρολογήσαμε
|
πληκτρολογούμασταν, (‑ούμαστε)
|
πληκτρολογηθήκαμε
|
2 pl
|
πληκτρολογούσατε
|
πληκτρολογήσατε
|
[πληκτρολογούσασταν, (‑ούσαστε)]
|
πληκτρολογηθήκατε
|
3 pl
|
πληκτρολογούσαν(ε)
|
πληκτρολόγησαν, πληκτρολογήσαν(ε)
|
πληκτρολογούνταν, {πληκτρολογούντο}
|
πληκτρολογήθηκαν, πληκτρολογηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα πληκτρολογώ ➤
|
θα πληκτρολογήσω ➤
|
θα πληκτρολογούμαι ➤
|
θα πληκτρολογηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα πληκτρολογείς, …
|
θα πληκτρολογήσεις, …
|
θα πληκτρολογείσαι, …
|
θα πληκτρολογηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … πληκτρολογήσει έχω, έχεις, … πληκτρολογημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … πληκτρολογηθεί είμαι, είσαι, … πληκτρολογημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … πληκτρολογήσει είχα, είχες, … πληκτρολογημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … πληκτρολογηθεί ήμουν, ήσουν, … πληκτρολογημένος , ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … πληκτρολογήσει θα έχω, θα έχεις, … πληκτρολογημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … πληκτρολογηθεί θα είμαι, θα είσαι, … πληκτρολογημένος , ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
—
|
πληκτρολόγησε
|
—
|
πληκτρολογήσου
|
2 pl
|
πληκτρολογείτε
|
πληκτρολογήστε
|
πληκτρολογείστε
|
πληκτρολογηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
πληκτρολογώντας ➤
|
πληκτρολογούμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας πληκτρολογήσει ➤
|
πληκτρολογημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
πληκτρολογήσει
|
πληκτρολογηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|