ποντικοπαγίδα
Greek
editEtymology
editποντικός (pontikós, “mouse”) + παγίδα (pagída, “trap”)
Noun
editποντικοπαγίδα • (pontikopagída) f (plural ποντικοπαγίδες)
Declension
editDeclension of ποντικοπαγίδα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ποντικοπαγίδα • | ποντικοπαγίδες • |
genitive | ποντικοπαγίδας • | ποντικοπαγίδων • |
accusative | ποντικοπαγίδα • | ποντικοπαγίδες • |
vocative | ποντικοπαγίδα • | ποντικοπαγίδες • |