πορνογραφικός
Greek
editPronunciation
editAdjective
editπορνογραφικός • (pornografikós) m (feminine πορνογραφική, neuter πορνογραφικό)
Declension
editDeclension of πορνογραφικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πορνογραφικός • | πορνογραφική • | πορνογραφικό • | πορνογραφικοί • | πορνογραφικές • | πορνογραφικά • |
genitive | πορνογραφικού • | πορνογραφικής • | πορνογραφικού • | πορνογραφικών • | πορνογραφικών • | πορνογραφικών • |
accusative | πορνογραφικό • | πορνογραφική • | πορνογραφικό • | πορνογραφικούς • | πορνογραφικές • | πορνογραφικά • |
vocative | πορνογραφικέ • | πορνογραφική • | πορνογραφικό • | πορνογραφικοί • | πορνογραφικές • | πορνογραφικά • |
Related terms
edit- see: πορνογραφία f (pornografía, “pornography”)