προγραμματίζομαι

Greek

edit

Verb

edit

προγραμματίζομαι (programmatízomai) passive (past προγραμματίστηκα/προγραμματίσθηκα, active προγραμματίζω)

  1. passive of προγραμματίζω (programmatízo)

Conjugation

edit
see this verb's full conjugation at: προγραμματίζω (programmatízo)