προσκύνημα
Greek
editEtymology
editFrom προσκυνώ (proskynó, “to kneel”) + -μα (-ma, “noun”).
Noun
editπροσκύνημα • (proskýnima) n (plural προσκυνήματα)
Declension
editDeclension of προσκύνημα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προσκύνημα • | προσκυνήματα • |
genitive | προσκυνήματος • | προσκυνημάτων • |
accusative | προσκύνημα • | προσκυνήματα • |
vocative | προσκύνημα • | προσκυνήματα • |
Related terms
edit- προσκυνητής m (proskynitís, “pilgrim”)
- προσκυνήτρια f (proskynítria, “pilgrim”)
Further reading
edit- προσκύνημα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el