προϋπόθεση
Greek
editEtymology
editFrom προ- (pro-, “before”) + υπόθεση (ypóthesi, “supposition”). Calque of French présupposition.
Noun
editπροϋπόθεση • (proÿpóthesi) f (plural προϋποθέσεις)
Declension
editDeclension of προϋπόθεση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | προϋπόθεση • | προϋποθέσεις • | |
genitive | προϋπόθεσης • | προϋποθέσεων • | |
accusative | προϋπόθεση • | προϋποθέσεις • | |
vocative | προϋπόθεση • | προϋποθέσεις • | |
Older or formal genitive singular: προϋποθέσεως • |
Further reading
edit- προϋπόθεση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language