ρουφηγμένος
Greek edit
Etymology edit
Perfect participle of ρουφιέμαι (roufiémai), passive voice of ρουφάω, ρουφώ (“I sip”).
Pronunciation edit
Participle edit
ρουφηγμένος • (roufigménos) m (feminine ρουφηγμένη, neuter ρουφηγμένο)
- sipped and see ρουφάω (roufáo)
- hollow (of lips, cheeks)
- ρουφηγμένα χείλη, ρουφηγμένα μάγουλα ― roufigména cheíli, roufigména mágoula ― hollow lips, hollow cheeks
Declension edit
Declension of ρουφηγμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ρουφηγμένος • | ρουφηγμένη • | ρουφηγμένο • | ρουφηγμένοι • | ρουφηγμένες • | ρουφηγμένα • |
genitive | ρουφηγμένου • | ρουφηγμένης • | ρουφηγμένου • | ρουφηγμένων • | ρουφηγμένων • | ρουφηγμένων • |
accusative | ρουφηγμένο • | ρουφηγμένη • | ρουφηγμένο • | ρουφηγμένους • | ρουφηγμένες • | ρουφηγμένα • |
vocative | ρουφηγμένε • | ρουφηγμένη • | ρουφηγμένο • | ρουφηγμένοι • | ρουφηγμένες • | ρουφηγμένα • |