σκουντηγμένος
Greek
editAlternative forms
edit- σκουντημένος (skountiménos)
Etymology
editPerfect participle of σκουντιέμαι (skountiémai), passive voice of σκουντάω, σκουντώ (“nudge, push”).
Pronunciation
editParticiple
editσκουντηγμένος • (skountigménos) m (feminine σκουντηγμένη, neuter σκουντηγμένο)
Declension
editDeclension of σκουντηγμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σκουντηγμένος • | σκουντηγμένη • | σκουντηγμένο • | σκουντηγμένοι • | σκουντηγμένες • | σκουντηγμένα • |
genitive | σκουντηγμένου • | σκουντηγμένης • | σκουντηγμένου • | σκουντηγμένων • | σκουντηγμένων • | σκουντηγμένων • |
accusative | σκουντηγμένο • | σκουντηγμένη • | σκουντηγμένο • | σκουντηγμένους • | σκουντηγμένες • | σκουντηγμένα • |
vocative | σκουντηγμένε • | σκουντηγμένη • | σκουντηγμένο • | σκουντηγμένοι • | σκουντηγμένες • | σκουντηγμένα • |