στεμ
Greek
editSymbol
editστεμ • (stem)
- (trigonometry) cosec, the symbol for συντεμνούσα the trigonometric function cosecant
See also
edit- Τριγωνομετρικές συναρτήσεις • (“Trigonometric functions”)
- ημ, ημίτονο n (im, imítono, “sin, sine”)
- συν, συνημίτονο n (syn, synimítono, “cos, cosine”)
- εφ, εφαπτομένη f (ef, efaptoméni, “tan, tangent”)
- σφ, συνεφαπτομένη f (sf, synefaptoméni, “cot, cotangent”)
- στεμ, συντέμνουσα f (stem, syntémnousa, “cosec, cosecant”)
- τεμ, τέμνουσα f (tem, témnousa, “sec, secant”)
Further reading
edit- Τριγωνομετρική συνάρτηση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el