τοποθετημένος
Greek edit
Etymology edit
Perfect participle of τοποθετούμαι (topothetoúmai), passive voice of τοποθετώ (“I position, place”).
Pronunciation edit
Participle edit
τοποθετημένος • (topothetiménos) m (feminine τοποθετημένη, neuter τοποθετημένο)
Declension edit
Declension of τοποθετημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τοποθετημένος • | τοποθετημένη • | τοποθετημένο • | τοποθετημένοι • | τοποθετημένες • | τοποθετημένα • |
genitive | τοποθετημένου • | τοποθετημένης • | τοποθετημένου • | τοποθετημένων • | τοποθετημένων • | τοποθετημένων • |
accusative | τοποθετημένο • | τοποθετημένη • | τοποθετημένο • | τοποθετημένους • | τοποθετημένες • | τοποθετημένα • |
vocative | τοποθετημένε • | τοποθετημένη • | τοποθετημένο • | τοποθετημένοι • | τοποθετημένες • | τοποθετημένα • |