υπέρβαση
Greek
editPronunciation
editNoun
editυπέρβαση • (ypérvasi) f (plural υπερβάσεις)
Declension
editDeclension of υπέρβαση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | υπέρβαση • | υπερβάσεις • | |
genitive | υπέρβασης • | υπερβάσεων • | |
accusative | υπέρβαση • | υπερβάσεις • | |
vocative | υπέρβαση • | υπερβάσεις • | |
Older or formal genitive singular: υπερβάσεως • |