υπηρέτρια
Greek
editNoun
editυπηρέτρια • (ypirétria) f (plural υπηρέτριες, masculine υπηρέτης)
- servant (with household duties)
Declension
editDeclension of υπηρέτρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπηρέτρια • | υπηρέτριες • |
genitive | υπηρέτριας • | υπηρετριών • |
accusative | υπηρέτρια • | υπηρέτριες • |
vocative | υπηρέτρια • | υπηρέτριες • |
Related terms
edit- see: υπηρεσία f (ypiresía, “service”)