υπογραμμίζομαι

Greek

edit

Verb

edit

υπογραμμίζομαι (ypogrammízomai) passive (past υπογραμμίστηκα, active υπογραμμίζω)

  1. passive of υπογραμμίζω (ypogrammízo)

Conjugation

edit
see this verb's full conjugation at: υπογραμμίζω (ypogrammízo)