υπογραμμίζομαι
Greek
editVerb
editυπογραμμίζομαι • (ypogrammízomai) passive (past υπογραμμίστηκα, active υπογραμμίζω)
- passive of υπογραμμίζω (ypogrammízo)
Conjugation
edit- see this verb's full conjugation at: υπογραμμίζω (ypogrammízo)
υπογραμμίζομαι • (ypogrammízomai) passive (past υπογραμμίστηκα, active υπογραμμίζω)