υποσαχάριος
Greek
editEtymology
editυπο- (ypo-, “sub, under”) + σαχάριος (sachários, “Saharan”)
Adjective
editυποσαχάριος • (yposachários) m (feminine υποσαχάρια, neuter υποσαχάριο)
- sub-Saharan
- Υποσαχάρια Αφρική ― Yposachária Afrikí ― sub-Saharan Africa
Declension
editDeclension of υποσαχάριος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υποσαχάριος • | υποσαχάρια • | υποσαχάριο • | υποσαχάριοι • | υποσαχάριες • | υποσαχάρια • |
genitive | υποσαχάριου • | υποσαχάριας • | υποσαχάριου • | υποσαχάριων • | υποσαχάριων • | υποσαχάριων • |
accusative | υποσαχάριο • | υποσαχάρια • | υποσαχάριο • | υποσαχάριους • | υποσαχάριες • | υποσαχάρια • |
vocative | υποσαχάριε • | υποσαχάρια • | υποσαχάριο • | υποσαχάριοι • | υποσαχάριες • | υποσαχάρια • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υποσαχάριος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υποσαχάριος, etc.) |
Related terms
edit- Σαχάρα f (Sachára, “Sahara”)