υπόκλιση
Greek
editNoun
editυπόκλιση • (ypóklisi) f (plural υποκλίσεις)
Declension
editDeclension of υπόκλιση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | υπόκλιση • | υποκλίσεις • | |
genitive | υπόκλισης • | υποκλίσεων • | |
accusative | υπόκλιση • | υποκλίσεις • | |
vocative | υπόκλιση • | υποκλίσεις • | |
Older or formal genitive singular: υποκλίσεως • |