υψηλός
See also: ὑψηλός
Greek
editAdjective
editυψηλός • (ypsilós) m (feminine υψηλή, neuter υψηλό)
- Alternative form of ψηλός (psilós)
Declension
editDeclension of υψηλός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υψηλός • | υψηλή • | υψηλό • | υψηλοί • | υψηλές • | υψηλά • |
genitive | υψηλού • | υψηλής • | υψηλού • | υψηλών • | υψηλών • | υψηλών • |
accusative | υψηλό • | υψηλή • | υψηλό • | υψηλούς • | υψηλές • | υψηλά • |
vocative | υψηλέ • | υψηλή • | υψηλό • | υψηλοί • | υψηλές • | υψηλά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υψηλός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υψηλός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υψηλότερος • | υψηλότερη • | υψηλότερο • | υψηλότεροι • | υψηλότερες • | υψηλότερα • |
genitive | υψηλότερου • | υψηλότερης • | υψηλότερου • | υψηλότερων • | υψηλότερων • | υψηλότερων • |
accusative | υψηλότερο • | υψηλότερη • | υψηλότερο • | υψηλότερους • | υψηλότερες • | υψηλότερα • |
vocative | υψηλότερε • | υψηλότερη • | υψηλότερο • | υψηλότεροι • | υψηλότερες • | υψηλότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο υψηλότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υψηλότατος • | υψηλότατη • | υψηλότατο • | υψηλότατοι • | υψηλότατες • | υψηλότατα • |
genitive | υψηλότατου • | υψηλότατης • | υψηλότατου • | υψηλότατων • | υψηλότατων • | υψηλότατων • |
accusative | υψηλότατο • | υψηλότατη • | υψηλότατο • | υψηλότατους • | υψηλότατες • | υψηλότατα • |
vocative | υψηλότατε • | υψηλότατη • | υψηλότατο • | υψηλότατοι • | υψηλότατες • | υψηλότατα • |