φροντίστρια
Greek
editNoun
editφροντίστρια • (frontístria) f (plural φροντίστριες, masculine φροντιστής)
Declension
editDeclension of φροντίστρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φροντίστρια • | φροντίστριες • |
genitive | φροντίστριας • | φροντιστριών • |
accusative | φροντίστρια • | φροντίστριες • |
vocative | φροντίστρια • | φροντίστριες • |
Related terms
edit- see: φροντίζω (frontízo, “to attend to, to look after”)