χονδρικός
See also: χοντρικός
Greek
editAdjective
editχονδρικός • (chondrikós) m (feminine χονδρική, neuter χονδρικό)
- (anatomy) cartilaginous, relating to cartilage
- as a whole, approximate
Declension
editDeclension of χονδρικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | χονδρικός • | χονδρική • | χονδρικό • | χονδρικοί • | χονδρικές • | χονδρικά • |
genitive | χονδρικού • | χονδρικής • | χονδρικού • | χονδρικών • | χονδρικών • | χονδρικών • |
accusative | χονδρικό • | χονδρική • | χονδρικό • | χονδρικούς • | χονδρικές • | χονδρικά • |
vocative | χονδρικέ • | χονδρική • | χονδρικό • | χονδρικοί • | χονδρικές • | χονδρικά • |
Related terms
edit- χόνδρος m (chóndros, “cartilage”)
Further reading
edit- χονδρικός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el