χρηματοκιβώτιο
Greek
editEtymology
editLearnedly from χρηματο- (chrimato-, “money”) + κιβώτιο (kivótio, “box, casket, ark”), calque of German Geldschrank.[1] First attested 1868.
Pronunciation
editNoun
editχρηματοκιβώτιο • (chrimatokivótio) n (plural χρηματοκιβώτια)
- safe, coffer, strongbox (box, usually made of metal, in which valuables can be locked for safekeeping)
- Έχω τοποθετήσει τα λεφτά και τα κοσμήματα στο χρηματοκιβώτιο.
- Écho topothetísei ta leftá kai ta kosmímata sto chrimatokivótio.
- I've placed the money and the jewelry in the safe.
Declension
editDeclension of χρηματοκιβώτιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χρηματοκιβώτιο • | χρηματοκιβώτια • |
genitive | χρηματοκιβωτίου •, χρηματοκιβώτιου • | χρηματοκιβωτίων • |
accusative | χρηματοκιβώτιο • | χρηματοκιβώτια • |
vocative | χρηματοκιβώτιο • | χρηματοκιβώτια • |
Related terms
editReferences
edit- ^ χρηματοκιβώτιο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language