χρησιμοποιημένος
Greek edit
Etymology edit
Perfect participle of χρησιμοποιούμαι (chrisimopoioúmai), passive voice of χρησιμοποιώ (“make use”).
Pronunciation edit
Participle edit
χρησιμοποιημένος • (chrisimopoiiménos) m (feminine χρησιμοποιημένη, neuter χρησιμοποιημένο)
Declension edit
Declension of χρησιμοποιημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | χρησιμοποιημένος • | χρησιμοποιημένη • | χρησιμοποιημένο • | χρησιμοποιημένοι • | χρησιμοποιημένες • | χρησιμοποιημένα • |
genitive | χρησιμοποιημένου • | χρησιμοποιημένης • | χρησιμοποιημένου • | χρησιμοποιημένων • | χρησιμοποιημένων • | χρησιμοποιημένων • |
accusative | χρησιμοποιημένο • | χρησιμοποιημένη • | χρησιμοποιημένο • | χρησιμοποιημένους • | χρησιμοποιημένες • | χρησιμοποιημένα • |
vocative | χρησιμοποιημένε • | χρησιμοποιημένη • | χρησιμοποιημένο • | χρησιμοποιημένοι • | χρησιμοποιημένες • | χρησιμοποιημένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο χρησιμοποιημένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο χρησιμοποιημένος, etc.) |
Antonyms edit
- αχρησιμοποίητος (achrisimopoíitos, “unused”)
Related terms edit
- άχρηστος (áchristos, “useless”)
- χρησιμοποιήσιμος (chrisimopoiísimos, “usable”)
- and see: χρήσιμος (chrísimos, “useful”)