ἐμπιστευτιός
Greek
editAlternative forms
edit- ἐμπιστευτηός (empisteutēós), ἐνπιστευτιός (enpisteutiós)
Noun
editἐμπιστευτιός • (empisteutiós) m (plural ἐμπιστευτιόδες or ἐμπιστευτιῶδες or ἐμπιστευτιῶταις)
- (Early Modern Greek, Cyprus) Synonym of ἐμπιστευτής (empisteutḗs)
- For quotations using this term, see Citations:ἐμπιστευτιός.
Declension
editDeclension of ἐμπιστευτιός
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | ἐμπιστευτιός • | ἐμπιστευτιῶδες •, ἐμπιστευτιῶταις • | |
genitive | ἐμπιστευτιοῦ •, ἐμπιστευτιό • | ἐμπιστευτιόδες •, ἐμπιστευτιούς • | |
accusative | ἐμπιστευτιόν • | ἐμπιστευτιόδες • | |
vocative | — | — | |
dative — ἐμπιστευτιόδες • |