άεργος
See also: ἀεργός
Greek
editAlternative forms
edit- άνεργος (ánergos)
Adjective
editάεργος • (áergos) m (feminine άεργη, neuter άεργο)
- unemployed, not working, jobless, idle
Usage notes
edit- the term is used mainly for those that are jobless by their own will. For unemployed that can't find a job άνεργος (ánergos) is more accurate.
Declension
editDeclension of άεργος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άεργος • | άεργη • | άεργο • | άεργοι • | άεργες • | άεργα • |
genitive | άεργου • | άεργης • | άεργου • | άεργων • | άεργων • | άεργων • |
accusative | άεργο • | άεργη • | άεργο • | άεργους • | άεργες • | άεργα • |
vocative | άεργε • | άεργη • | άεργο • | άεργοι • | άεργες • | άεργα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άεργος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άεργος, etc.) |