άκληρος
Greek
editAdjective
editάκληρος • (ákliros) m (feminine άκληρη, neuter άκληρο)
Declension
editDeclension of άκληρος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άκληρος • | άκληρη • | άκληρο • | άκληροι • | άκληρες • | άκληρα • |
genitive | άκληρου • | άκληρης • | άκληρου • | άκληρων • | άκληρων • | άκληρων • |
accusative | άκληρο • | άκληρη • | άκληρο • | άκληρους • | άκληρες • | άκληρα • |
vocative | άκληρε • | άκληρη • | άκληρο • | άκληροι • | άκληρες • | άκληρα • |
Synonyms
edit- (childless): άτεκνος (áteknos)
- (heirless): ακληρονόμητος (aklironómitos)
Related terms
edit- ακληρία f (akliría, “heirlessness”)