έγγραφος
Greek
editAdjective
editέγγραφος • (éngrafos) m (feminine έγγραφη, neuter έγγραφο)
Declension
editDeclension of έγγραφος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | έγγραφος • | έγγραφη • | έγγραφο • | έγγραφοι • | έγγραφες • | έγγραφα • |
genitive | έγγραφου • | έγγραφης • | έγγραφου • | έγγραφων • | έγγραφων • | έγγραφων • |
accusative | έγγραφο • | έγγραφη • | έγγραφο • | έγγραφους • | έγγραφες • | έγγραφα • |
vocative | έγγραφε • | έγγραφη • | έγγραφο • | έγγραφοι • | έγγραφες • | έγγραφα • |