έκτος
Greek
editPronunciation
editNumeral
editέκτος • (éktos) m (feminine έκτη, neuter έκτο)
Declension
editDeclension of έκτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | έκτος • | έκτη • | έκτο • | έκτοι • | έκτες • | έκτα • |
genitive | έκτου • | έκτης • | έκτου • | έκτων • | έκτων • | έκτων • |
accusative | έκτο • | έκτη • | έκτο • | έκτους • | έκτες • | έκτα • |
vocative | έκτε • | έκτη • | έκτο • | έκτοι • | έκτες • | έκτα • |
Related terms
edit- έξι (éxi, “six”)