αγγλοποιημένος
Greek
editEtymology
editPerfect participle of αγγλοποιούμαι (anglopoioúmai), passive voice of αγγλοποιώ.
Pronunciation
editParticiple
editαγγλοποιημένος • (anglopoiiménos) m (feminine αγγλοποιημένη, neuter αγγλοποιημένο)
- anglicised (UK), anglicized (US)
Declension
editDeclension of αγγλοποιημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγγλοποιημένος • | αγγλοποιημένη • | αγγλοποιημένο • | αγγλοποιημένοι • | αγγλοποιημένες • | αγγλοποιημένα • |
genitive | αγγλοποιημένου • | αγγλοποιημένης • | αγγλοποιημένου • | αγγλοποιημένων • | αγγλοποιημένων • | αγγλοποιημένων • |
accusative | αγγλοποιημένο • | αγγλοποιημένη • | αγγλοποιημένο • | αγγλοποιημένους • | αγγλοποιημένες • | αγγλοποιημένα • |
vocative | αγγλοποιημένε • | αγγλοποιημένη • | αγγλοποιημένο • | αγγλοποιημένοι • | αγγλοποιημένες • | αγγλοποιημένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγγλοποιημένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγγλοποιημένος, etc.) |
Related terms
edit- see: Άγγλος m (Ánglos, “Englishman”)