αγγλοποιούμαι
Greek
editPronunciation
edit- IPA(key): /aŋ.ɡlo.piˈu.me/
- Hyphenation: αγ‧γλο‧ποι‧ού‧μαι
- Homophone: αγγλοποιούμε (anglopoioúme)
Verb
editαγγλοποιούμαι • (anglopoioúmai) passive (past αγγλοποιήθηκα, ppp αγγλοποιημένος, active αγγλοποιώ)
Conjugation
edit- for this verb's full conjugation see the active form