αγκυλωτός
See also: ἀγκυλωτός
Greek
editEtymology
editLearnedly, from Ancient Greek ἀγκυλωτός (ankulōtós), from stem ἀγκυλω- of verb ἀγκυλόω (ankulóō, “crook, bend”) with ending -τός (-tós), from ἀγκύλος (ankúlos, “curved”).[1] Semantic loan from German Hakenkreuz.[2]
Pronunciation
editAdjective
editαγκυλωτός • (agkylotós) m (feminine αγκυλωτή, neuter αγκυλωτó)
- crooked, bent, hooked, pointed, prickly
- αγκυλωτός σταυρός ― agkylotós stavrós ― swastika, hooked cross
Declension
editDeclension of αγκυλωτός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγκυλωτός • | αγκυλωτή • | αγκυλωτό • | αγκυλωτοί • | αγκυλωτές • | αγκυλωτά • |
genitive | αγκυλωτού • | αγκυλωτής • | αγκυλωτού • | αγκυλωτών • | αγκυλωτών • | αγκυλωτών • |
accusative | αγκυλωτό • | αγκυλωτή • | αγκυλωτό • | αγκυλωτούς • | αγκυλωτές • | αγκυλωτά • |
vocative | αγκυλωτέ • | αγκυλωτή • | αγκυλωτό • | αγκυλωτοί • | αγκυλωτές • | αγκυλωτά • |
Related terms
edit- αγκυλώνω (agkylóno, “I sting, prick”)
- and see: αγκύλος (agkýlos, “curved, hooked”, adjective)
References
edit- ^ αγκύλος - Babiniotis, Georgios (2010) Ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας Etymologikó lexikó tis néas ellinikís glóssas (in Greek), Athens: Lexicology Centre
- ^ αγκυλωτός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language