αγοραπωλησία
Greek
editAlternative forms
edit- αγοροπωλησία f (agoropolisía)
Pronunciation
editNoun
editαγοραπωλησία • (agorapolisía) f (plural αγοραπωλησίες)
- transaction, sale
- buying and selling
- (figuratively) negotiation without principles
Declension
editDeclension of αγοραπωλησία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγοραπωλησία • | αγοραπωλησίες • |
genitive | αγοραπωλησίας • | αγοραπωλησιών • |
accusative | αγοραπωλησία • | αγοραπωλησίες • |
vocative | αγοραπωλησία • | αγοραπωλησίες • |
Related terms
editFurther reading
edit- αγοραπωλησία - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only (abbreviations)], Centre for the Greek language
- αγοραπωλησία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language