αμπελοφιλοσοφία
Greek
editNoun
editαμπελοφιλοσοφία • (ampelofilosofía) f (plural αμπελοφιλοσοφίες)
Declension
editDeclension of αμπελοφιλοσοφία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αμπελοφιλοσοφία • | αμπελοφιλοσοφίες • |
genitive | αμπελοφιλοσοφίας • | αμπελοφιλοσοφιών • |
accusative | αμπελοφιλοσοφία • | αμπελοφιλοσοφίες • |
vocative | αμπελοφιλοσοφία • | αμπελοφιλοσοφίες • |
Related terms
edit- see: φιλοσοφία f (filosofía, “philosophy”)