αναβιβάζομαι
See also: ἀναβιβάζομαι
Greek
editPronunciation
edit- IPA(key): /a.na.viˈva.zo.me/
- Hyphenation: α‧να‧βι‧βά‧ζο‧μαι
- Homophone: αναβιβάζομε (anavivázome)
Verb
editαναβιβάζομαι • (anavivázomai) passive (past αναβιβάστηκα/αναβιβάσθηκα, active αναβιβάζω)
Conjugation
edit- for this verb's full conjugation see the active form