αναμοχλεύομαι
Greek
editVerb
editαναμοχλεύομαι • (anamochlévomai) passive (past αναμοχλεύτηκα/αναμοχλεύθηκα, active αναμοχλεύω)
- passive of αναμοχλεύω (anamochlévo)
Conjugation
editThis verb needs an inflection-table template.
αναμοχλεύομαι • (anamochlévomai) passive (past αναμοχλεύτηκα/αναμοχλεύθηκα, active αναμοχλεύω)
This verb needs an inflection-table template.