ανασυγκροτούμαι
Greek
editVerb
editανασυγκροτούμαι • (anasygkrotoúmai) passive (past ανασυγκροτήθηκα, active ανασυγκροτώ)
- passive of ανασυγκροτώ (anasygkrotó)
Conjugation
editThis verb needs an inflection-table template.
ανασυγκροτούμαι • (anasygkrotoúmai) passive (past ανασυγκροτήθηκα, active ανασυγκροτώ)
This verb needs an inflection-table template.