|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
ανορθογραφώ
|
ανορθογραφήσω
|
ανορθογραφούμαι
|
ανορθογραφηθώ
|
2 sg
|
ανορθογραφείς
|
ανορθογραφήσεις
|
ανορθογραφείσαι
|
ανορθογραφηθείς
|
3 sg
|
ανορθογραφεί
|
ανορθογραφήσει
|
ανορθογραφείται
|
ανορθογραφηθεί
|
|
1 pl
|
ανορθογραφούμε
|
ανορθογραφήσουμε, [-ομε]
|
ανορθογραφούμαστε
|
ανορθογραφηθούμε
|
2 pl
|
ανορθογραφείτε
|
ανορθογραφήσετε
|
ανορθογραφείστε
|
ανορθογραφηθείτε
|
3 pl
|
ανορθογραφούν(ε)
|
ανορθογραφήσουν(ε)
|
ανορθογραφούνται
|
ανορθογραφηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
ανορθογραφούσα
|
ανορθογράφησα
|
[ανορθογραφούμουν(α)]
|
ανορθογραφήθηκα
|
2 sg
|
ανορθογραφούσες
|
ανορθογράφησες
|
[ανορθογραφούσουν(α)]
|
ανορθογραφήθηκες
|
3 sg
|
ανορθογραφούσε
|
ανορθογράφησε
|
ανορθογραφούνταν, {ανορθογραφείτο}
|
ανορθογραφήθηκε
|
|
1 pl
|
ανορθογραφούσαμε
|
ανορθογραφήσαμε
|
ανορθογραφούμασταν, (‑ούμαστε)
|
ανορθογραφηθήκαμε
|
2 pl
|
ανορθογραφούσατε
|
ανορθογραφήσατε
|
[ανορθογραφούσασταν, (‑ούσαστε)]
|
ανορθογραφηθήκατε
|
3 pl
|
ανορθογραφούσαν(ε)
|
ανορθογράφησαν, ανορθογραφήσαν(ε)
|
ανορθογραφούνταν, {ανορθογραφούντο}
|
ανορθογραφήθηκαν, ανορθογραφηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα ανορθογραφώ ➤
|
θα ανορθογραφήσω ➤
|
θα ανορθογραφούμαι ➤
|
θα ανορθογραφηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα ανορθογραφείς, …
|
θα ανορθογραφήσεις, …
|
θα ανορθογραφείσαι, …
|
θα ανορθογραφηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … ανορθογραφήσει έχω, έχεις, … ανορθογραφημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … ανορθογραφηθεί είμαι, είσαι, … ανορθογραφημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … ανορθογραφήσει είχα, είχες, … ανορθογραφημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … ανορθογραφηθεί ήμουν, ήσουν, … ανορθογραφημένος , ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … ανορθογραφήσει θα έχω, θα έχεις, … ανορθογραφημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … ανορθογραφηθεί θα είμαι, θα είσαι, … ανορθογραφημένος , ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
—
|
ανορθογράφησε
|
—
|
ανορθογραφήσου
|
2 pl
|
ανορθογραφείτε
|
ανορθογραφήστε
|
ανορθογραφείστε
|
ανορθογραφηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
ανορθογραφώντας ➤
|
ανορθογραφούμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας ανορθογραφήσει ➤
|
ανορθογραφημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
ανορθογραφήσει
|
ανορθογραφηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|