ανταπόδοση
Greek
editPronunciation
editNoun
editανταπόδοση • (antapódosi) f (plural ανταποδόσεις)
Declension
editDeclension of ανταπόδοση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | ανταπόδοση • | ανταποδόσεις • | |
genitive | ανταπόδοσης • | ανταποδόσεων • | |
accusative | ανταπόδοση • | ανταποδόσεις • | |
vocative | ανταπόδοση • | ανταποδόσεις • | |
Older or formal genitive singular: ανταποδόσεως • |
Related terms
edit- see: απόδοση f (apódosi)