αντεκδίκηση
Greek
editNoun
editαντεκδίκηση • (antekdíkisi) f (plural αντεκδικήσεις)
Declension
editDeclension of αντεκδίκηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αντεκδίκηση • | αντεκδικήσεις • | |
genitive | αντεκδίκησης • | αντεκδικήσεων • | |
accusative | αντεκδίκηση • | αντεκδικήσεις • | |
vocative | αντεκδίκηση • | αντεκδικήσεις • | |
Older or formal genitive singular: αντεκδικήσεως • |
Related terms
edit- αγδίκιωτος (agdíkiotos, “unrevenged”)
- αντεκδικούμαι (antekdikoúmai, “to retaliate”)
- εκδίκηση (ekdíkisi, “revenge”)