αντιμοναρχικές
Greek
editAdjective
editαντιμοναρχικές • (antimonarchikés)
- Nominative, accusative and vocative feminine plural form of αντιμοναρχικός (antimonarchikós).
Noun
editαντιμοναρχικές • (antimonarchikés) f
- Nominative, accusative and vocative plural form of αντιμοναρχική (antimonarchikí).