αντιμοναρχικές

Greek

edit

Adjective

edit

αντιμοναρχικές (antimonarchikés)

  1. Nominative, accusative and vocative feminine plural form of αντιμοναρχικός (antimonarchikós).

Noun

edit

αντιμοναρχικές (antimonarchikésf

  1. Nominative, accusative and vocative plural form of αντιμοναρχική (antimonarchikí).