|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
αξιοποιώ
|
αξιοποιήσω
|
αξιοποιούμαι
|
αξιοποιηθώ
|
2 sg
|
αξιοποιείς
|
αξιοποιήσεις
|
αξιοποιείσαι
|
αξιοποιηθείς
|
3 sg
|
αξιοποιεί
|
αξιοποιήσει
|
αξιοποιείται
|
αξιοποιηθεί
|
|
1 pl
|
αξιοποιούμε
|
αξιοποιήσουμε, [-ομε]
|
αξιοποιούμαστε, αξιοποιόμαστε
|
αξιοποιηθούμε
|
2 pl
|
αξιοποιείτε
|
αξιοποιήσετε
|
αξιοποιείστε, (αξιοποιόσαστε)
|
αξιοποιηθείτε
|
3 pl
|
αξιοποιούν(ε)
|
αξιοποιήσουν(ε)
|
αξιοποιούνται
|
αξιοποιηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
αξιοποιούσα
|
αξιοποίησα
|
αξιοποιούμουν(α), αξιοποιόμουν(α)
|
αξιοποιήθηκα
|
2 sg
|
αξιοποιούσες
|
αξιοποίησες
|
[αξιοποιούσουν(α)], αξιοποιόσουν(α)
|
αξιοποιήθηκες
|
3 sg
|
αξιοποιούσε
|
αξιοποίησε
|
αξιοποιούνταν, αξιοποιόταν(ε), {αξιοποιείτο}
|
αξιοποιήθηκε
|
|
1 pl
|
αξιοποιούσαμε
|
αξιοποιήσαμε
|
αξιοποιούμασταν, (‑ούμαστε), αξιοποιόμασταν, (‑όμαστε)
|
αξιοποιηθήκαμε
|
2 pl
|
αξιοποιούσατε
|
αξιοποιήσατε
|
[αξιοποιούσασταν, (‑ούσαστε)], αξιοποιόσασταν, (‑όσαστε)
|
αξιοποιηθήκατε
|
3 pl
|
αξιοποιούσαν(ε)
|
αξιοποίησαν, αξιοποιήσαν(ε)
|
αξιοποιούνταν, αξιοποιόνταν(ε), (αξιοποιόντουσαν), {αξιοποιούντο}
|
αξιοποιήθηκαν, αξιοποιηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα αξιοποιώ ➤
|
θα αξιοποιήσω ➤
|
θα αξιοποιούμαι ➤
|
θα αξιοποιηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα αξιοποιείς, …
|
θα αξιοποιήσεις, …
|
θα αξιοποιείσαι, …
|
θα αξιοποιηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … αξιοποιήσει έχω, έχεις, … αξιοποιημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … αξιοποιηθεί είμαι, είσαι, … αξιοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … αξιοποιήσει είχα, είχες, … αξιοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … αξιοποιηθεί ήμουν, ήσουν, … αξιοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … αξιοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … αξιοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … αξιοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … αξιοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
—
|
αξιοποίησε
|
—
|
αξιοποιήσου
|
2 pl
|
αξιοποιείτε
|
αξιοποιήστε
|
αξιοποιείστε
|
αξιοποιηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
αξιοποιώντας ➤
|
αξιοποιούμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας αξιοποιήσει ➤
|
αξιοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
αξιοποιήσει
|
αξιοποιηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|