απαρουσίαστος
Greek
editAdjective
editαπαρουσίαστος • (aparousíastos) m (feminine απαρουσίαστη, neuter απαρουσίαστο)
- unpresentable, not suitable for presentation
Declension
editDeclension of απαρουσίαστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απαρουσίαστος • | απαρουσίαστη • | απαρουσίαστο • | απαρουσίαστοι • | απαρουσίαστες • | απαρουσίαστα • |
genitive | απαρουσίαστου • | απαρουσίαστης • | απαρουσίαστου • | απαρουσίαστων • | απαρουσίαστων • | απαρουσίαστων • |
accusative | απαρουσίαστο • | απαρουσίαστη • | απαρουσίαστο • | απαρουσίαστους • | απαρουσίαστες • | απαρουσίαστα • |
vocative | απαρουσίαστε • | απαρουσίαστη • | απαρουσίαστο • | απαρουσίαστοι • | απαρουσίαστες • | απαρουσίαστα • |
Related terms
edit- see: παρουσιάζω (parousiázo, “to introduce, to present”)