απεικονίζομαι
Greek
editVerb
editαπεικονίζομαι • (apeikonízomai) (past απεικονίστηκα, active απεικονίζω)
- passive of απεικονίζω (apeikonízo)
Conjugation
edit- see this verb's full conjugation at: απεικονίζω (apeikonízo)
απεικονίζομαι • (apeikonízomai) (past απεικονίστηκα, active απεικονίζω)