απεικονίζομαι

Greek

edit

Verb

edit

απεικονίζομαι (apeikonízomai) (past απεικονίστηκα, active απεικονίζω)

  1. passive of απεικονίζω (apeikonízo)

Conjugation

edit
see this verb's full conjugation at: απεικονίζω (apeikonízo)