|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
απεικονίζω
|
απεικονίσω
|
απεικονίζομαι
|
απεικονιστώ
|
2 sg
|
απεικονίζεις
|
απεικονίσεις
|
απεικονίζεσαι
|
απεικονιστείς
|
3 sg
|
απεικονίζει
|
απεικονίσει
|
απεικονίζεται
|
απεικονιστεί
|
|
1 pl
|
απεικονίζουμε, [‑ομε]
|
απεικονίσουμε, [‑ομε]
|
απεικονισόμαστε
|
απεικονιστούμε
|
2 pl
|
απεικονίζετε
|
απεικονίσετε
|
απεικονίζεστε, απεικονισόσαστε
|
απεικονιστείτε
|
3 pl
|
απεικονίζουν(ε)
|
απεικονίσουν(ε)
|
απεικονίζονται
|
απεικονιστούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
απεικόνιζα
|
απεικόνισα
|
απεικονισόμουν(α)
|
απεικονίστηκα
|
2 sg
|
απεικόνιζες
|
απεικόνισες
|
απεικονισόσουν(α)
|
απεικονίστηκες
|
3 sg
|
απεικόνιζε
|
απεικόνισε
|
απεικονισόταν(ε)
|
απεικονίστηκε
|
|
1 pl
|
απεικονίζαμε
|
απεικονίσαμε
|
απεικονισόμασταν, (‑όμαστε)
|
απεικονιστήκαμε
|
2 pl
|
απεικονίζατε
|
απεικονίσατε
|
απεικονισόσασταν, (‑όσαστε)
|
απεικονιστήκατε
|
3 pl
|
απεικόνιζαν, απεικονίζαν(ε)
|
απεικόνισαν, απεικονίσαν(ε)
|
απεικονίζονταν, (απεικονισόντουσαν)
|
απεικονίστηκαν, απεικονιστήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα απεικονίζω ➤
|
θα απεικονίσω ➤
|
θα απεικονίζομαι ➤
|
θα απεικονιστώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα απεικονίζεις, …
|
θα απεικονίσεις, …
|
θα απεικονίζεσαι, …
|
θα απεικονιστείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … απεικονίσει έχω, έχεις, … απεικονισμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … απεικονιστεί είμαι, είσαι, … απεικονισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … απεικονίσει είχα, είχες, … απεικονισμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … απεικονιστεί ήμουν, ήσουν, … απεικονισμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … απεικονίσει θα έχω, θα έχεις, … απεικονισμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … απεικονιστεί θα είμαι, θα είσαι, … απεικονισμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
απεικόνιζε
|
απεικόνισε
|
—
|
απεικονίσου
|
2 pl
|
απεικονίζετε
|
απεικονίστε
|
απεικονίζεστε
|
απεικονιστείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
απεικονίζοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας απεικονίσει ➤
|
απεικονισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
απεικονίσει
|
απεικονιστεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|