απευαισθητοποιώ
Greek
editVerb
editαπευαισθητοποιώ • (apevaisthitopoió) (past απευαισθητοποίησα, passive απευαισθητοποιούμαι, ppp απευαισθητοποιημένος)
- to desensitise (UK), to desensitize (US)
- Antonym: ευαισθητοποιώ (evaisthitopoió)
Conjugation
editThis verb needs an inflection-table template.
Related terms
edit- απευαισθητοποίηση f (apevaisthitopoíisi, “desensitisation”)
- and see: ευαίσθητος (evaísthitos, “sensitive”)